- πολυχρονιότητα
- η / πολυχρονιότης, -ητος, ΝΜΑ [πολυχρόνιος]1. η ιδιότητα τού πολυχρόνιου, μεγάλο διάστημα χρόνου, μακροχρονιότητα2. μακρά διάρκεια ζωής, μακροβιότητααρχ.το να κερδίζει κάτι σε ποιότητα με τον καιρό, όπως το κρασί όταν παλιώνει.
Dictionary of Greek. 2013.